- επικαταπίπτω
- ἐπικαταπίπτω (AM) [καταπίπτω]1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», Λουκιαν.)2. περιλαμβάνομαι στο μερίδιο κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικάππεσε — ἐπικαταπίπτω fall upon aor imperat act 2nd sg ἐπικαταπίπτω fall upon aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταπεσεῖν — ἐπικαταπίπτω fall upon aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταπεσοῦσαν — ἐπικαταπίπτω fall upon aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταπεσών — ἐπικαταπίπτω fall upon aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατέπεσεν — ἐπικαταπίπτω fall upon aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικάππεσεν — ἐπικαταπίπτω fall upon aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταπιπτόντων — ἐπικαταπῑπτόντων , ἐπικαταπίπτω fall upon pres part act masc/neut gen pl ἐπικαταπῑπτόντων , ἐπικαταπίπτω fall upon pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταπίπτουσι — ἐπικαταπί̱πτουσι , ἐπικαταπίπτω fall upon pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικαταπί̱πτουσι , ἐπικαταπίπτω fall upon pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
ἐπικαταπίπτουσαι — ἐπικαταπί̱πτουσαι , ἐπικαταπίπτω fall upon pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)